σιφόνι

σιφόνι
το
-ιού, σωλήνας καμπυλωμένος για τη μετάγγιση νερού από ένα δοχείο σε άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιφόνι — και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν 1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα… …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • σιφούνι — το, Ν βλ. σιφόνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”